ΠΛΑΤΩΝΑΣ : «Μια από τις τιμωρίες που δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική, είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου»
ΠΛΟΗΓΗΣΗ

Ρήγας Βελεστινλής : Το κείμενο του Θούριου

υλλάδιο του Θούριου από το 1798, Βιβλιοθήκη Ακαδημίας Αθηνών
Φυλλάδιο του Θούριου από το 1798, Βιβλιοθήκη Ακαδημίας Αθηνών. 

Ο Θούριος είναι πατριωτικός ύμνος, έργο του Ρήγα Φεραίου, τον οποίο είχε γράψει το 1797 και τραγουδούσε σε συγκεντρώσεις με σκοπό να ξεσηκώσει τους Έλληνες. Αποτελεί το τρίτο μέρος του επαναστατικού πολιτικού φυλλαδίου του Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης της Μικράς Ασίας των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας.

Πρόκειται για έμμετρο κείμενο με πολλά στοιχεία αφηγηματικότητας, μέσω του οποίου ο Ρήγας αποβλέπει να μεταφέρει και να καταστήσει κατανοητές τις αφηρημένες ιδέες των «Δικαίων του Ανθρώπου» και της «Νομοθετικής Πράξεως».
Για να τιτλοφορήσει το κείμενο αυτό επιλέγει το αρχαιοελληνικό θούριος, ορμητικός, μαινόμενος, πολεμικός, για να προσδιορίσει την ψυχική διάθεση που επιδιώκει να καλλιεργήσει με αυτό. Στην επιλογή του τίτλου του επαναστατικού ύμνου διαφαίνεται η εσωτερική συνάφεια του έργου του με το ιδεολογικό κλίμα του επαναστατικού κλασικισμού της εποχής του. Γίνεται έτσι ο «Εθνικός Βάρδος» με το έργο αυτό:

Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λεοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;

Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά, να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά; στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ' ώραν στην φωτιά.

Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη, κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί, σκοτώθηκαν κι' αγάδες, με άδικον σπαθί.

Κι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί, ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.

Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν, να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.

Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι ναν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.

Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά, να ζούμε σαν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον όρκον.

Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.

Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ, εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.

Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν, αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός, και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ' ανατολή και δύσι, και νότον και βοριά, για την πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.

Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη, στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι' Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,

Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί, πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσ' απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πλιά.

Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλαις ανοιχταίς, τους δίδει βιό και τόπον, αξίαις και τιμαίς.

Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς; ένα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.

Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιό εχθροί, αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν, εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώταις και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά ως πότε σταις σπηλιαίς σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυρ' αητοί, κι' Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.

Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια, και αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί, με τ' άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,

Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν, μικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί, ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.

Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί, χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών, σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.

Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά, καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.

Κι' οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά, οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.

Μ' εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί, κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σαν θέλει σας πονεί, ζητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.

Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός; τεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς, με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.

Συλήστρα και Μπραϊλα, Σμαήλι και Κιλί, Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.

Γγιουρντζή πλιά μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν, τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.

Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής, στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά, δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.

Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή, για να ψοφήσ' ο λύκος, όπου Σας τυραννεί.

Με μια καρδιάν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή, χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.

Ν' ανάψωμεν μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά, να τρέξ' από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά

Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον σταυρόν, και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.

Ποτέ μη σταχασθήτε, πως είναι δυνατός, καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι' αυτός.

Τρακόσοι Γγιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή, πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.

Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί; ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κ' εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά, για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.

Έτζι κ' ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια τ' άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.

Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός, και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή, κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.


Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος (1757 - 24 Ιουνίου 1798) ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης. Θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός» και ουδέποτε «Φεραίος», κάτι που είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων.
ΔΙΑΔΩΣΕΤΟ
ΣΥΝΘΗΜΑ ΚΙΝΗΜΑτος

Archi Damos

ΚΙΝΗΜΑτίας : «Εις υγείαν των πρώην ΚΚΕδων που μαθήτευσαν στο ΠΑΣΟΚ και σήμερα παίρνουν το πτυχίο τους στα θρανία του ΣΥΡΙΖΑ με δάσκαλο τον Καμμένο Πάνο».

ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ στο DISQUS, ΤΣΑΜΠΑ ΕΙΝΑΙ!:

0 ΣΧΟΛΙΑ:

«Σεβαστείτε για να σας σεβαστούν»

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.