Της Βάσως Αγγελέτου | |
Ο αποκλεισμός από το QE –τουλάχιστον για το 2017– και η αδυναμία εξόδου στις αγορές καθιστά αναπόφευκτη μια νέα συμφωνία με τους δανειστές μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, επισημαίνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο insider.gr o πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Πώς αξιολογείτε τη συμφωνία που επετεύχθη στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου;Δυστυχώς, η έλλειψη οποιασδήποτε εμπιστοσύνης στην ελληνική κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις επικείμενες εκλογές στη Γερμανία και την αντίθεση Γερμανίας-ΔΝΤ, δεν μας επέτρεψε να πετύχουμε στο τελευταίο Eurogroup την εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που ζητά το ΔΝΤ για να μπει στο πρόγραμμα και να ανοίξει ο δρόμος για το QE από την ΕΚΤ.
Δύσκολα θα κατορθώσει η χώρα να βγει από τη σημερινή κατάσταση χωρίς μια νέα συμφωνία. Νομίζω πως αυτό το αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πρώτον, ποιες πολιτικές θα πλαισιώνουν τη νέα συμφωνία και, δεύτερον, ποια μορφή χρηματοδότησης θα δοθεί –εάν θα έχει τη μορφή πιστωτικής γραμμής (όπως στο τέλος της κυβέρνησης Σαμαρά), χρήματα ή και τα δύο.
Μια περιορισμένης έκτασης έξοδος της χώρας στις αγορές μπορεί να είναι μεν εφικτή κάποια στιγμή αλλά θα έχει συμβολικό χαρακτήρα –δεν σημαίνει πολλά γιατί δεν μπορεί να σηματοδοτήσει την ικανότητα της χώρας να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές της ανάγκες αμιγώς με ιδιωτικά κεφάλαια. Σχετικά με τα πλεονάσματα που προβλέπει η νέα συμφωνία, μπορεί να είναι εφικτά – όμως εκτιμώ ότι είναι υπερβολικά υψηλά και θα λειτουργήσουν εις βάρος της εξόδου της οικονομίας από την κρίση.
Βλέπετε πιθανό ένα ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών;
Πιστεύω ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει να εξαντλήσει την τετραετία. Δεν δείχνει να πτοείται από τις αποτυχίες της. Κατά πόσο θα το πετύχει, βέβαια, εξαρτάται από το είδος της συμφωνίας που θα κληθεί να υπογράψει τον Αύγουστο του 2018 και από την πίεση την οποία θα αισθανθεί – γιατί είναι σαφές πως πολιτικά καταρρέει κάθε μέρα. Σίγουρα αυτή η συμφωνία θα είναι ένα σημείο καμπής για την κυβέρνηση Τσίπρα.
Όπως αναφέρετε και στο βιβλίο σας, είχατε την ιστορική ευθύνη να πείτε στον ελληνικό λαό ότι «το παιχνίδι τελείωσε», υπογράφοντας το πρώτο μνημόνιο το 2010. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου να κάνει πιο δραστικές μεταρρυθμίσεις στην αρχή της «διάγνωσης», αντί να επικεντρωθεί σε φοροεισπρακτικά, κυρίως, μέτρα;
Είναι μεγάλη παρανόηση ότι το πρώτο μνημόνιο ήταν εστιασμένο σε φοροεισπρακτικές πολιτικές, αφού προέβλεπε περισσότερο περικοπές δαπανών -κυρίως σε μισθούς και συντάξεις. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως υπήρξε η πολιτική επιλογή –όχι απαραίτητα δική μου– να μην γίνουν απολύσεις στο Δημόσιο.
Στο ερώτημα εάν θα μπορούσαν να είχαν γίνει παραπάνω διαρθρωτικές αλλαγές, η απάντηση είναι «χωρίς αμφιβολία». Ήταν δύσκολο, όμως, πολιτικά να ανοίξεις όλα τα διαρθρωτικά μέτωπα όταν την ίδια ώρα κόβεις μισθούς και συντάξεις. Δηλαδή να πολεμήσεις τα οργανωμένα συμφέροντα, όπως να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα. Εκεί θα μπορούσαμε να είχαμε επιμείνει περισσότερο και θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικές επιλογές.
Ένα τέτοιο παράδειγμα, που αποτελεί ευθύνη και των εταίρων μας όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο άνοιγμα των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, το οποίο θα έπρεπε να προηγηθεί του ανοίγματος στην αγορά εργασίας. Το γεγονός ότι δόθηκε περισσότερη έμφαση στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας είχε σαν αποτέλεσμα να συμπιεστούν οι μισθοί χωρίς να πέσουν οι τιμές. Εάν είχε γίνει ανάποδα, θα είχε βοηθήσει στο να συμπιεστεί σε μικρότερο βαθμό η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η συμπίεση του εργατικού κόστους (εσωτερική υποτίμηση) δεν οδήγησε σε μεγάλη αύξηση στις εξαγωγές. Η διόρθωση του εξωτερικού ισοζυγίου προήλθε κυρίως από τη μείωση των εισαγωγών, όχι από αύξηση των εξαγωγών. Όταν, όμως, οι συνθήκες βελτιωθούν στην οικονομία, οι εισαγωγές θα αυξηθούν και το ισοζύγιο κινδυνεύει να γίνει αρνητικό και πάλι – γιατί δεν έχει γίνει η μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο εξωστρέφειας.
Νιώθετε δικαιωμένος από τη θητεία σας στην κυβέρνηση Παπανδρέου;
Μετά από τέτοια θητεία, το ζητούμενο δεν είναι η δικαίωση - ήταν μια τόσο δύσκολη περίοδος για τη χώρα που το να αναζητά κανείς μια προσωπική δικαίωση στο εάν έπραξε σωστά ή όχι είναι εκ του περισσού.
Το σίγουρο είναι ότι επιβεβαιώθηκαν πολλά από τα ένστικτα της περιόδου εκείνης και πολλές από τις βασικές επιλογές. Το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν –ακόμη και αυτές που είχαν καταγγείλει τις επιλογές μας– αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν παρόμοιες επιλογές σημαίνει ότι εμείς δεν ήμασταν ούτε τρελοί ούτε εκτός τόπου και χρόνου.
Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι το αφήγημα της περίφημης «καλύτερης διαπραγμάτευσης» ήταν ένα προεκλογικό σύνθημα χωρίς πρακτική μετάφραση. Το κακό είναι ότι όλα αυτά τα αισθήματα που μπορεί κανείς να εισπράξει ως «εκ των υστέρων επιβεβαίωση» στην ουσία προσέθεσαν στη δυσκολία της χώρας: οι καθυστερήσεις, η αναζήτηση ανύπαρκτων εναλλακτικών πολιτικών, η απόλυτη αντιπαράθεση σε κάθε θέμα, η έλλειψη συνεννόησης στα βασικά, όλα αυτά κόστισαν χρόνο και παραπάνω ύφεση στη χώρα.
Συμφωνείτε ότι οι εταίροι της Ελλάδας έδωσαν «too little too late»;
Προφανώς. Το πρώτο μνημόνιο θα έπρεπε να έχει περισσότερα χρήματα και μεγαλύτερο χρόνο προσαρμογής. Όταν εκδηλώθηκε η ελληνική κρίση, η Ευρώπη νόμιζε πως είχε αρχίσει να ξεπερνάει τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση. Στην αρχή αντιμετώπισε το πρόβλημα πυροσβεστικά αλλά σύντομα κατάλαβε ότι εάν δεν αλλάξει ολόκληρη η αρχιτεκτονική της, δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση.
Πρέπει όμως να βλέπουμε το ζήτημα όχι μόνο από τη δική μας πλευρά αλλά και από την πλευρά των εταίρων. Σήμερα για παράδειγμα οι δανειστές βλέπουν απέναντί τους μια κυβέρνηση που δεν χάνει την ευκαιρία «όταν δεν την βλέπει κανείς» να διακηρύσσει ότι δεν πιστεύει όσα κάνει: μιλάει για ξένες επενδύσεις αλλά «μπλοκάρει» συγκεκριμένες επενδύσεις, εφαρμόζει ό,τι είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει αλλά με πισωγυρίσματα και με τους μισούς υπουργούς να λένε τα αντίθετα από τους άλλους μισούς. Αυτό που λείπει, με λίγα λόγια, είναι η κυριότητα του προγράμματος.
Εσείς πιστεύατε το πρώτο μνημόνιο όταν το υπογράψατε;
Πίστευα όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές και πως ένα πολύ μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν απαραίτητο. Πίστευα, λοιπόν, ότι το μνημόνιο αναγκάζει την Ελλάδα να κάνει ό,τι δεν είχε κάνει ενώ έπρεπε εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμη και το δυσάρεστο κομμάτι –της δημοσιονομικής προσαρμογής– ήταν αναπόφευκτο. Υπάρχει κανείς να πιστεύει ότι ήταν βιώσιμο το συνταξιοδοτικό μας σύστημα ή ο δημόσιος τομέας όπως ήταν;
Μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα σήμαινε κυριότητα του προγράμματος;
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ένα μεγάλο μέρος της σημερινής ΝΔ εξακολουθεί να μην αποδέχεται ξεκάθαρα ότι υπήρξε απάτη με τα στατιστικά στοιχεία το 2009 και υποστηρίζει ακόμη ότι υπήρξε «φούσκωμα» του ελλείμματος. Θεωρώ ότι μια πολιτική αλλαγή –ή μάλλον εναλλαγή– θα σηματοδοτήσει κάτι θετικό στις αγορές που «βλέπουν» ένα μεταρρυθμιστικό προφίλ στον Κυριάκο Μητσοτάκη –και δικαιολογημένα, κατά τη γνώμη μου. Αυτό για το οποίο δεν είμαι σίγουρος, είναι εάν θα μπορούσε να «συμπαρασύρει» ένα μέρος του κόμματός του προς την αλλαγή σελίδας που χρειάζεται η χώρα.
O Γιώργος Παπανδρέου έχει δεχθεί έντονη κριτική ότι πήρε το ΠΑΣΟΚ στο 43% και το έφτασε στο 4%. Ποια είναι η δική σας αποτίμηση;
Ο κ. Παπανδρέου πήρε μια χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και κατάφερε να μην χρεοκοπήσει –και ο ίδιος όσο και ο πολιτικός μας χώρος πλήρωσαν ένα πάρα πολύ μεγάλο τίμημα για αυτό. Δεν πιστεύω ότι μπορούσε κανείς να περάσει από μια τέτοια κατάσταση, να κάνει το σωστό και να μην το πληρώσει ακριβά.
Πώς βλέπετε την Κεντροαριστερά σήμερα; Σκέφτεστε να επιστρέψετε στην πολιτική σκηνή;
Πιστεύω ότι δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα της ανασύνταξης. Η λύση κατά τη γνώμη μου θα ήταν να ενωθούν οι δυνάμεις του χώρου κάτω από μία κοινή ομπρέλα – αλλά με ξεκάθαρες και καινοτόμες θέσεις, όχι με τις παλιές συνταγές, ούτε για να διασωθούν πολιτικά κάποιοι, και με νέα ηγεσία. Ούτε το πρώτο – οι νέες πολιτικές θέσεις - υπάρχει σήμερα, ούτε το δεύτερο – η νέα ηγεσία που θα εμπνεύσει - φαίνεται στον ορίζοντα. Δεν πιστεύω, συνεπώς, ότι κάτι τέτοιο θα γίνει πριν τις επόμενες εκλογές.
Για μένα η πολιτική με την έννοια της κομματικής ενασχόλησης, έχει κλείσει. Μέσα σε τρία χρόνια (2009-2012) έζησα τόσα πολλά τόσο συμπυκνωμένα που άλλοι πολιτικοί δεν ζουν ούτε σε δεκαετίες. Παραμένω ενεργός πολίτης, αλλά όχι κομματικά στρατευμένος.
Το πέρασμά σας από την πολιτική σας έχει αφήσει πικρή γεύση;
Νιώθω ανάμικτα συναισθήματα. Όποια αισθήματα πικρίας ή αδικίας μπορεί να νιώθει κανείς –ειδικά για το δικαστικό σκέλος– δεν μπορώ να μειώσω το γεγονός ότι βρέθηκα να χειρίζομαι τα ζητήματα οικονομικής πολιτικής σε μια ιστορική στιγμή για τη χώρα. Και πήρα αποφάσεις που –θέλω να πιστεύω–μας βοήθησαν να αποφύγουμε τα χειρότερα.
Στον συνολικό απολογισμό πρέπει να είναι κανείς περήφανος που έπαιξε έναν ρόλο σε αυτό.
#Παπακωνσταντίνου Γιώργος #Game Over
ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ στο DISQUS, ΤΣΑΜΠΑ ΕΙΝΑΙ!: