Souda Bay, Crete |
24 Φεβρουαρίου 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ ενημέρωνε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζ. Μάρσαλ, ότι η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση και το θρόνο. Έτσι, σχετικά με αυτήν τη στήριξη του καθεστώτος στην Ελλάδα, τη σκυτάλη έπαιρναν οι Αμερικανοί.
Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Πρόεδρος Τρούμαν εξήγγειλε το «δόγμα» του - το δόγμα της αμερικανικής εμπλοκής στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Δεν πρόκειται για τέλειες Δημοκρατίες - εξηγούσε στο Κογκρέσο - αλλά η στρατηγική τους σημασία είναι τεράστια, αποτελούν τις πύλες για τη Μαύρη Θάλασσα και την καρδιά της ΕΣΣΔ. Το Μάρτη εκείνου του χρόνου εγκρίθηκαν τα πρώτα κονδύλια αμερικανικής «βοήθειας» για την Ελλάδα και την Τουρκία. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνη, υπογράφηκε η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία.
Η ίδρυση του ΝΑΤΟΣτις 4 Απρίλη 1949, στην αίθουσα τελετών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον, οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ισλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας υπέγραψαν το Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού και ίδρυσαν τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization) - ΝΑΤΟ. Η εκδήλωση έβαλε τη σφραγίδα επισημοποίησης του οργανισμού που προετοιμαζόταν μερικά χρόνια πριν, πριν ακόμη το τέλος του πολέμου.
Παρουσία του Χάρι Τρούμαν, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, μιλώντας στο Φούλτον του Μιζούρι των ΗΠΑ στις 5 Μάρτη 1946, σημείωνε ανάμεσα στα άλλα: «Από το Στεττίνο στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει απλωθεί κατά μήκος της ηπείρου. Η απειλή μιας νίκης της τυραννίας βαραίνει πάνω στη στέγη κάθε σπιτιού, πάνω στο κεφάλι κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Η πείρα μου από τον πόλεμο μου έδειξε ότι οι Ρώσοι δε σέβονται παρά μόνο τη βία. Η στενή συμμαχία αγγλόφωνων λαών, η οργανωμένη αεροπορική και ναυτική συνεργασία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούν τη μόνη οδό των ελευθεριών μας. Μαζί, αδελφικά ενωμένοι θα είμαστε οι κύριοι του μέλλοντος...».
Ο Τσόρτσιλ διατυπώνει, ουσιαστικά, πρόταση για μια στρατιωτικοπολιτική συμμαχία...
Το Μάρτη του 1947, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τρούμαν θα διακηρύξει στο Κογκρέσο το πολιτικό και στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ, που θα μείνει στην ιστορία με το όνομά του, όπου ανάμεσα στ' άλλα έδωσε το στίγμα των σκοπών του «δόγματός του» ως εξής: «Δε θα έχωμεν αντιληφθεί τους αντικειμενικούς μας σκοπούς εάν δε θελήσωμεν να βοηθήσωμεν τους ελεύθερους λαούς όπως διατηρήσουν τους ελεύθερους θεσμούς των και την εθνικήν των ακεραιότητα εναντίον των επιθετικών κινημάτων τα οποία ζητούν να επιβάλουν επ' αυτών ολοκληρωτικά καθεστώτα... Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επιβαλλόμενα επί ελευθέρων λαών δι' αμέσου ή εμμέσου επιθέσεως υπονομεύουν τας βάσεις της διεθνούς ειρήνης, άρα και την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».
Για τη σημασία αυτού του δόγματος, ο Henry Kissinger γράφει: «Αν οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν μελετήσει περισσότερο την αμερικανική ιστορία, θα καταλάβαιναν πόσο κίνδυνο έκρυβαν τα λόγια του προέδρου. Το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε ένα ορόσημο επειδή, από τη στιγμή που πέταξε η Αμερική το γάντι της ηθικής, το είδος της Realpolitik που γνώριζε τόσο καλά ο Στάλιν, θα τελείωνε για πάντα και οι διαπραγματεύσεις για αμοιβαίες παραχωρήσεις δε θα είχαν πλέον καμιά θέση στις μεταξύ τους σχέσεις. Από εδώ και πέρα, οι διαφορές μπορούσαν να λυθούν μόνο με μια αλλαγή των σοβιετικών σκοπών, την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος ή και με τα δύο μαζί». Αλλά τόσο το Δόγμα Τρούμαν αφ' ενός δεν αρκούσε, για την επίτευξη των «αντικειμενικών σκοπών των ΗΠΑ, αφ' ετέρου η υπόθεση που αναλάμβαναν οι ΗΠΑ δεν ήταν μόνο δική τους, αλλά ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Για να προχωρήσει, λοιπόν, όσο γινόταν πιο αποτελεσματικά, απαιτούσε ένα συνδυασμό της ενωμένης δράσης των "Δυτικών" κρατών. Η ιδέα συγκρότησης μιας στρατιωτικοπολιτικής συμμαχίας ωρίμαζε ακόμη πριν το τέλος του πολέμου, αλλά τώρα είχε ήδη μπει σε τροχιά υλοποίησής της. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και το «Σχέδιο Μάρσαλ».
Στις 5 Ιούνη 1947, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ, μιλώντας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ανακοίνωσε ένα οικονομικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ, θα έβαζαν πλάτη στο θέμα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμησή τους από τον πόλεμο.
Έτσι, από κοινωνικοπολιτική άποψη, το «Σχέδιο Μάρσαλ» αποσκοπούσε, σε συνδυασμό με την εξαγωγή αμερικανικών κεφαλαίων, να εμποδίσει με οικονομικούς όρους το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης στην Ευρώπη. «Η παγκόσμιος κατάστασις είναι πολύ σοβαρά», είπε στην εν λόγω ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ο στρατηγός Μάρσαλ και πρόσθεσε: «Ο πόλεμος έχει προκαλέσει τοιαύτης εκτάσεως καταστροφάς, ώστε αι σημεριναί ανάγκαι της Ευρώπης είναι πολύ μεγαλύτεραι από τας οικονομικάς της δυνατότητας. Είναι ανάγκη να αντιμετωπίσωμεν μίαν βοήθειαν συμπληρωματικήν, μίαν βοήθειαν ήτις να είναι δωρεά και συγχρόνως να είναι πολύ σημαντική, άλλως κινδυνεύομεν να υποστώμεν πολύ σοβαράς κοινωνικάς, οικονομικάς και πολιτικάς συνεπείας».
Ο Τρούμαν έλεγε για τη σχέση του «Δόγματος Τρούμαν» και του «Σχεδίου Μάρσαλ»: «Το εν και το άλλο αποτελούν τα δύο ημίσεα του ιδίου καρυδιού».
Το 1948 έγινε η πιο σημαντική κίνηση συγκρότησης συνασπισμού στην Ευρώπη πριν την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Στις 4 Μάρτη 1948 - ύστερα από βρετανική πρωτοβουλία που είχε εκδηλωθεί το Γενάρη του ιδίου έτους - συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες, για να συζητήσουν τους όρους σύναψης συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας, οι υπουργοί Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Στις 17 Μάρτη 1948 υπογράφηκε τελικά η Συνθήκη των Βρυξελλών, με την οποία συγκροτήθηκε η «Δυτική Ενωση» των 5 προαναφερόμενων κρατών. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ δε θα άφηναν τις εξελίξεις στην Ευρώπη χωρίς τη δική τους παρουσία.
Στις 4 Απρίλη 1949, με την υπογραφή του Συμφώνου του Βορείου Ατλαντικού, ιδρύθηκε ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization), ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Χάρι Τρούμαν φρόντισε, με το λόγο του, να στείλει μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση για τη σημασία αυτού του Συμφώνου και για το ρόλο που θα έπαιζε μελλοντικά.
Αναφερόμενος, ανάμεσα στα άλλα, στην επιρροή του Συμφώνου, σημείωσε ότι «δε θα γίνει μόνο αισθητή εις την περιοχήν την οποία καλύπτει αλλ' εις ολόκληρον τον κόσμον». Και έδωσε ένα παράδειγμα ως προς αυτό: «Με την εξουσιοδότησίν μου - είπε - και κατόπιν οδηγιών μου το υπουργείον Εξωτερικών απεσαφήνισε προσφάτως ότι η προσχώρησις των Ηνωμένων Πολιτειών εις το Σύμφωνον αυτό δε σημαίνει κατ' ανάγκην την χαλάρωσιν του αμερικανικού ενδιαφέροντος διά την ασφάλειαν και ευημερίαν άλλων περιοχών, ως η Εγγύς Ανατολή».
Σχετικά με την αναγκαιότητα, το ρόλο και την αποστολή του ΝΑΤΟ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, μιλώντας στις 31 Μάρτη 1949 στη Βοστόνη, σχετικά με την ΕΣΣΔ αναφερόμενος στην ηγεσία της, τους «14 άνδρες του Κρεμλίνου», όπως τους αποκάλεσε, είπε: «Η επιβίωσίς των και ουχί εκείνη της Ρωσίας είναι η ρίζα και η αφορμή, ως και η μοναδική εξήγησις της απαισίας και κακοποιού πολιτικής των... Αντιμετωπίζομεν πράγματι τη στιγμήν αυτήν κάτι πολύ χειρότερον και μεγαλύτερον εκείνου το οποίον αντιμετωπίσαμεν εν τω προσώπω του Χίτλερ. Εκείνος είχε να εκμεταλλευθεί μόνον την αλαζονείαν του "λαού των κυρίων" και το αντισημιτικόν του μίσος. Οι 14 όμως αυτοί άνδρες εις το Κρεμλίνον έχουν την ιεραρχίαν των και εν είδος θρησκείας, της οποίας οι ιεραπόστολοι ευρίσκονται εις κάθε χώραν ως πέμπτη φάλαγξ, αναμένοντες την ημέραν καθ' ην, ως ελπίζουν, θα είναι οι απόλυτοι κύριοι των συμπατριωτών των και θα εξοφλήσουν παλαιούς λογαριασμούς. Έχουν την αθεϊστικήν θρησκείαν των και το κομμουνιστικόν δόγμα των, της πλήρους υποταγής του ατόμου εις το κράτος. Οπισθεν τούτου ίσταται ο μεγαλύτερος στρατός εν τω κόσμω...».
Τέλος, κάνοντας αναφορά στην κατάσταση που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ο καπιταλιστικός κόσμος, ο Τσόρτσιλ τόνισε: «Έχομεν ως κυριαρχούντα γεγονότα το περίφημον Σχέδιον Μάρσαλ υπέρ μιας νέας ενότητος της Δυτικής Ευρώπης και τη στιγμήν αύτην το Ατλαντικόν Σύμφωνον. Υπό την πίεσιν του κομμουνισμού όλα τα ελεύθερα έθνη συνεσπειρώθησαν όσον ουδέποτε άλλοτε εις εν σύνολον. Ας προχωρήσωμεν ομού εις την εκπλήρωσιν της αποστολής μας και του καθήκοντός μας, φοβούμενοι τον θεόν και ουδέν άλλο»10.
Η ένταξη της Ελλάδας
Το Φλεβάρη του 1952, η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου κάνει ένα ακόμη μεγάλο βήμα : κυρώνει νόμο με τον οποίο η χώρα μπαίνει στο NATO. Καταψηφίζουν οι βουλευτές της ΕΔΑ, ενώ ήδη το ΚΚΕ "καταγγέλλει τα πολεμοκάπηλα σχέδια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τη συμμετοχή των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου σ' αυτά". Ταυτόχρονα, γίνεται και η ένταξη της Τουρκίας.
Αρχικά το συμβούλιο της Ατλαντικής Συμμαχίας στην Οττάβα του Καναδά, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1951, αποφάσισε να δεχτεί την είσοδο των δύο χωρών. Στη συνέχεια, στο διάστημα 17-22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, υπογράφηκε στο Λονδίνο το πρωτόκολλο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για την προσχώρηση των δύο χωρών στη συμμαχία. Τέλος, η διαδικασία της προσχώρησης ολοκληρώθηκε με την έγκριση των σχετικών αποφάσεων της Συμμαχίας, τόσο από τα Κοινοβούλια των χωρών - μελών της, όσο και από τα Κοινοβούλια των δύο ενδιαφερόμενων χωρών.
Το τι σήμαινε για τις ΗΠΑ η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το ομολόγησε, χωρίς περιστροφές, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον, μιλώντας εκείνο το χρονικό διάστημα στην αμερικανική Γερουσία: «Η εισδοχή των δύο χωρών δε θα συντελέσει μόνο εις την ενίσχυσην της ιδικής των ασφαλείας, αλλά και των άλλων χωρών του συμφώνου, περιλαμβανομένης και της ιδικής μας. Αρκεί να ρίξωμεν ένα βλέμμα - συνέχισε ο Άτσεσον - εις τον χάρτην, διά να ειδώμεν ποία είναι η στρατηγική σημασία των δύο χωρών διά την δυτικήν άμυναν: φρουρούν τας ανατολικάς προσβάσεις προς την Μεσόγειον, περιλαμβανομένων και των στενών της Ιταλίας, από την Μαύρην Θάλασσαν προς την Κεντρικήν Μεσόγειον. Επιπλέον, η Τουρκία πλευροκοπεί τας χερσαίας οδούς, αι οποίαι άγουν από την Ρωσίαν προς τας πλούσιας πετρελαιοπηγάς της Μέσης Ανατολής. Είναι δε γνωστή η απόφασις της Ελλάδας και της Τουρκίας να διατηρήσουν την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των και να αναπτύξουν περαιτέρω την δύναμίν των εις αποφασιστικόν φράγμα εναντίον του επιθετικού κομμουνισμού, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν» (Κ. Μαδρά: «Η Ελλάδα στα δίκτυα των βάσεων», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 45).
Το 1952, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, να τους παραχωρήσει και αεροπορικές βάσεις, πράγμα που πρακτικά σήμαινε να χρησιμοποιούν ανεξέλεγκτα όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά αεροδρόμια. Το σχέδιο συμφωνίας, που είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, έλεγε μεταξύ άλλων ότι «η βασιλική ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες και επικοινωνίες, σ' ολόκληρη την Ελλάδα, για μεταβατική περίοδο τριών χρόνων». Η συμφωνία δεν υπογράφτηκε λόγω εκλογών, τις οποίες «κέρδισε» το κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλ. Παπάγου. Πριν περάσει χρόνος από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Παπάγου υπογράφεται η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις.
Ήταν 12 του Οκτώβρη 1953 όταν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών έκαναν ταυτόχρονα, σε Αθήνα και Ουάσιγκτον, την παρακάτω ανακοίνωση:
«Εις εκπλήρωσιν των εκ του άρθρου 3 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού απορρεουσών υποχρεώσεών των, η κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος με την έγκρισιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως και η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπέγραψαν σήμερον μίαν Διμερήν Συμφωνίαν, παρέχουσα εις τας Ηνωμένας Πολιτείας το δικαίωμα όπως βελτιώσωσιν και χρησιμοποιήσωσιν από κοινού μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ορισμένα αεροδρόμια και ναυτικάς εγκαταστάσεις εν Ελλάδι. Η συμφωνία έχει ως προορισμόν, διευκολυνομένης της ολοκληρώσεως της αμύνης της Ελλάδος, της αναπτυχθείσης κατά τα τελευταία πέντε έτη με την αμερικανικήν βοήθειαν, εντός του αμυντικού συστήματος του ΝΑΤΟ, να ενισχύση την ασφάλειαν της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού και να διαφυλάξη την διεθνήν ειρήνην και ασφάλειαν. Η κοινή προσπάθεια των δύο χωρών όπως βελτιωθή και ενισχυθή η συλλογική ικανότης προς αντίστασιν εναντίον ενόπλου επιθέσεως αντικατοπτρίζει το επικρατούν πνεύμα συνεργασίας και τους δεσμούς φιλίας ήτις υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών».
Και μ' αυτή τη συμφωνία εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αρχίζει το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα
Το πρώτο άρθρο της συγκεκριμένης συμφωνίας αναφέρει: «Διά του παρόντος η Ελληνική Κυβέρνησις, υπό τας προϋποθέσεις και τους όρους τους καθοριζόμενους εν τη παρούση Συμφωνία, ως και επί τη βάσει των τεχνικών συνεννοήσεων, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων, εξουσιοδοτεί την κυβέρνησιν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να χρησιμοποιή οδούς, σιδηροδρομικάς γραμμάς και χώρους και να κατασκευάζη, αναπτύσση, χρησιμοποιή και θέτη εν λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι, οία αι αρμόδιαι αρχαί των δύο κυβερνήσεων ήθελον θεωρήση κατά καιρούς ως αναγκαία διά την εφαρμογήν ή την προαγωγήν εγκεκριμένων σχεδίων του NATO. Η κατασκευή, ανάπτυξις, χρησιμοποίησις και θέσις εν λειτουργία τοιούτων έργων θα είναι σύμφωνος προς συστάσεις, τύπους και οδηγίας της Οργανώσεως της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (NATO), όπου αύται είναι εφαρμόσιμοι.
Χάριν του σκοπού της παρούσης Συμφωνίας και συμφώνως προς τας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων διεξαχθησομένας τεχνικάς συνεννοήσεις η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δύναται να φέρη, εγκαθιστά και στεγάζη εν Ελλάδι προσωπικόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αι ένοπλαι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και το υπό τον έλεγχόν των υλικόν δύνανται να εισέρχωνται, εξέρχωνται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και εις τα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξιν οιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως εις ην ήθελον προέλθη αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο κυβερνήσεων. Αι ενέργειαι αύται απαλλάσσονται οιωνδήποτε τελών, δικαιωμάτων και φόρων».
Με τη συμφωνία αυτή, που συμπληρώθηκε το 1956, οι ΗΠΑ αποκτούσαν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν όσες και όποιες στρατιωτικές βάσεις ήθελαν, να διακινούν ελεύθερα όποια και όσα στρατεύματα ήθελαν και να έχουν, επιπλέον, το δικαίωμα της ετεροδικίας. «Είμαι ευτυχής και υπερήφανος», δήλωνε ο πρωθυπουργός Παπάγος...
Το 1967, με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα, «ανθεί» η παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα, ενώ οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, διαφόρων τομέων και αποστολών, είναι διάσπαρτες σ' όλη τη χώρα σε στεριά και σε λιμάνια.
Από το 1974, μετά την αποκατάσταση τής Δημοκρατίας, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπαίνουν σε νέο στάδιο. «Πολλά πράγματα άλλαξαν», έγραφε σ' ένα κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», ζητώντας «εκσυγχρονισμό» της συμφωνίας του 1953.
Η προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» άρχισε το 1976. Το 1977, στις 26 του Ιούλη, μονογραφήθηκε ένα σχέδιο νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, από τον Δ. Μπίτσιο και τον Χ. Κίσινγκερ. Μα το σχέδιο έμεινε σχέδιο. Το έργο του «εκσυγχρονισμού» έμελλε να το φέρει σε πέρας η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.
Όντας στην αντιπολίτευση, ο Α. Παπανδρέου στιγμάτιζε την πολιτική των «εθνικών ανταλλαγμάτων» με ιδιαίτερη οξύτητα. «Συνεχίζουμε - έγραφε το 1975 στον Κ. Καραμανλή - να εναποθέτουμε την τύχη του έθνους στην Ουάσιγκτον, το NATO, σ' εκείνους ακριβώς που σχεδίασαν ή είναι υπεύθυνοι για την εθνική μας συμφορά».
Το 1981, ως πρωθυπουργός πλέον, δηλώνει: «Η κυβέρνησή μου - έλεγε στην πρώτη του συνέντευξη σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο - θα ζητήσει εγγύηση των ανατολικών συνόρων μας. Εγγύηση που μπορεί να πάρει τη μορφή απλής δήλωσης, από μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι εγγυημένα, απέναντι σε κάθε απειλή». Έξι χρόνια αργότερα εξακολουθεί να ζητάει την ίδια "εγγύηση".
Από την πλευρά των Αμερικανών, τα πράγματα είναι πολύ πιο καθαρά. Τον ήθελαν τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας του 1953 - μα από τη δική τους σκοπιά. Και κυρίως για την επέκταση της σφαίρας δράσης τους στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό, αλλά και για την υπονόμευση της ΕΣΣΔ. Άλλωστε, η εγκατάσταση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο βήμα ενίσχυσης των θέσεων των ΗΠΑ και στα Βαλκάνια.
Μια έκθεση της υποεπιτροπής για την Ευρώπη, της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής των ΗΠΑ, που συντάχθηκε τον Οκτώβρη του 1986, γράφει για τις βάσεις στην Ελλάδα: «Η θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο την καθιστά κατάλληλη να προσφέρει στρατιωτικές διευκολύνσεις που ενισχύουν την επιχειρησιακή ικανότητα των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων που δρουν στην περιοχή. Οι ελληνικές διευκολύνσεις συμβάλλουν στη φύλαξη της διόδου του Αιγαίου προς τη Μεσόγειο, προσφέρουν σημαντικούς σταθμούς επικοινωνίας των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων, δίνουν κέντρα στάθμευσης, ελλιμενισμού και αποθήκευσης για τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και του NATO και επιτρέπουν τον έλεγχο και την κατασκόπευση των στρατιωτικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Το 1980 άρχισαν νέες συνομιλίες για το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα, ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Οι Αμερικανοί υποβάλλουν νέο σχέδιο, το οποίο η Αθήνα απορρίπτει. Αντιπροτείνεται ελληνικό αντισχέδιο και οι διαπραγματεύσεις οδηγούνται τελικά σε ναυάγιο στις 18 του Ιούνη.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ λέει τότε, πως "θα διαπραγματευτούμε με τη νέα κυβέρνηση" και ο Α. Παπανδρέου δηλώνει, «πολυσήμαντα» ότι θα διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ, αν γίνει κυβέρνηση, και ότι «η απομάκρυνση των βάσεων από το έδαφός μας μπορεί να περάσει από μια πρώτη φάση στεγανοποίησης».
Άλλωστε, η διακήρυξη της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ έλεγε σαφώς: «Οι ξένες βάσεις δεν έχουν θέση στη χώρα μας, γιατί αντιστρατεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία, γιατί δεν προσφέρονται για την άμυνα της χώρας μας σε περιορισμένο τοπικό πόλεμο και γιατί στην περίπτωση παγκόσμιας σύγκρουσης θα οδηγήσουν σε ολοκαύτωμα».
Τον Οκτώβρη του 1982 άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των βάσεων, που διάρκεσαν εννέα μήνες, διακόπηκαν δεκάδες φορές, άλλες τόσες δόθηκε η εντύπωση ότι ναυαγούν, μα εν τέλει στις 15 Ιούλη 1983 υπογράφηκε η λεγόμενη Συμφωνία Απομάκρυνσης των Βάσεων.
Από τον Οκτώβρη του 1985, οι Αμερικανοί θέτουν πιεστικά το ερώτημα: "Πώς θα ανανεωθεί το καθεστώς των βάσεων μετά το 1988;" και τον Μάρτη του 1986 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς έρχεται στην Αθήνα και ανακοινώνει ότι πέτυχε μια συμφωνία με τον Ελληνα πρωθυπουργό, να αρχίσουν νέες συνομιλίες ώστε να λυθεί «έγκαιρα, πολύ πριν το Δεκέμβρη του 1988» το θέμα του μέλλοντος των βάσεων.
Έτσι στις 23 Γενάρη του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Βουλή αναγγέλλει επίσημα την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων για τις βάσεις επί μηδενικής βάσης και στις 24 Μάη ανακοινώνει ότι το νέο κείμενο που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα μπει στην έγκριση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα.
Βεβαίως, μετά η χώρα μπήκε στη δίνη τής περιόδου του σκανδάλου Κοσκωτά. Έτσι πέρασαν τα πέντε χρόνια, αλλά πριν περάσουν οι δεκαεφτά μήνες, κυβέρνηση, στις εκλογές του Απρίλη του 1990, αναδεικνύεται η ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη. Η συμφωνία για την παραμονή των βάσεων, που είχε καταληχθεί ήδη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είχαν πέσει ακόμη οι υπογραφές, έγινε τελικό κείμενο συμφωνίας, που την υπέγραψαν στις 8 Ιούλη ο Αντώνης Σαμαράς ως υπουργός Εξωτερικών της ΝΔ και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης ως υπουργός Αμυνας της ΝΔ και από την πλευρά των ΗΠΑ ο Ντικ Τσένεϊ, τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και ο Μάικλ Σωτήρχος, πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Το νέο χαρακτηριστικό, η κατ' έτος ανανέωσή της, γεγονός που συνεχίζεται ως τα σήμερα.
Οι βάσεις σήμερα
Οι βάσεις του ΝΑΤΟ στη χώρα μας, μετά τις 11 Σεπτέμβρη 2001 τέθηκαν σε ύψιστο βαθμό πολεμικής ετοιμότητας και η Ελλάδα με την ενεργοποίηση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ τέθηκε κατ' ουσία σε εμπόλεμη κατάσταση.
Οι ΗΠΑ με την έναρξη των βομβαρδισμών κατά του Αφγανιστάν απαίτησαν και τους διατέθηκε ο ελληνικός εναέριος χώρος για τη διέλευση των αεροσκαφών τους, μεταγωγικών και μαχητικών. Σε πολεμική κινητοποίηση τέθηκαν η αεροναυτική βάση της Σούδας και η βάση του Ακτιου, που αποτελεί προκεχωρημένη βάση εξόρμησης των ιπταμένων ραντάρ (ΑΒΑΚΣ). Στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών τέθηκαν άμεσα και τα ραντάρ της Πολεμικής Αεροπορίας, από τα οποία παρέχεται κατευθείαν εικόνα στα ΝΑΤΟικά επιτελεία μέσω του αεροπορικού στρατηγείου της Νάπολης.
Την ίδια ώρα το ΝΑΤΟικό περιφερειακό στρατηγείο της Λάρισας συμμετείχε ενεργά στην πολεμική κινητοποίηση.
Σήμερα υπάρχει επίσημα επί του ελληνικού εδάφους μόνο μία βάση, η υπέρ-βάση της Σούδας, όπου έχουν συγκεντρωθεί οι δραστηριότητες και των άλλων βάσεων που έκλεισαν (Ν. Μάκρη, Ελληνικό, Γούρνες). Η βάση αυτή είναι η μόνη που διέπεται από το καθεστώς της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις, που μπήκε σε ισχύ το 1990 και συνεχίζει να είναι σε ισχύ και σήμερα με ετήσιες ανανεώσεις.
Η Κρήτη, στην καρδιά της Μεσογείου, προσφέρεται ως το βασικότερο στήριγμα του 6ου Στόλου και άλλων μονάδων για επιχειρήσεις σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επίσης, η Σούδα συνδέεται επιχειρησιακά με τις αγγλικές βάσεις της Κύπρου και κατέχει στρατηγική θέση για την ευρύτερη περιοχή και μαζί με τις εγκαταστάσεις των ραντάρ στη Ζήρο της Κρήτης, είναι ιδιαίτερα σημαντική και αναντικατάστατη.
ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ στο DISQUS, ΤΣΑΜΠΑ ΕΙΝΑΙ!:
0 ΣΧΟΛΙΑ:
«Σεβαστείτε για να σας σεβαστούν»
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.