25/11/2008 | «Ντοκουμέντα μιας εποχής, 1993-2003» |
Ολόκληρο το άγνωστο παρασκήνιο που οδήγησε στο Σχέδιο Αναν για την επίλυση του Κυπριακού και τις προσωπικές επαφές που είχε για την αποφυγή ενός προδιαγεγραμμένου αδιεξόδου περιγράφει με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες ο πρώην πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Γλαύκος Κληρίδης στο τελευταίο βιβλίο του «Ντοκουμέντα μιας εποχής, 1993-2003» που κυκλοφορεί τις προσεχείς ημέρες στη Λευκωσία από τις εκδόσεις Πολιτεία.
Στο βιβλίο αυτό, που καλύπτει ολόκληρη την περίοδο της προεδρίας του, ο κ. Κληρίδης περιγράφει εκ των έσω όλα τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα έζησε και καταλήγει στο θλιβερό συμπέρασμα ότι «η παράταση της εκκρεμότητας του Κυπριακού σε βάθος χρόνου σε ένα μόνο αποτέλεσμα οδηγεί: σε αναγνώριση νομικής οντότητας του ντε φάκτο καθεστώτος των Τουρκοκυπρίων, έστω και χωρίς κυριαρχία, για άρση της απομόνωσής του».
«Το Βήμα» προδημοσιεύει σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο τού κ. Κληρίδη, όπου εκτός από τις επαφές του για το Σχέδιο Αναν ο κύπριος πρόεδρος αποκαλύπτει τους φόβους του για τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν μετά την απόρριψη από τους Ελληνοκυπρίους του Σχεδίου αυτού. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει εξάλλου και ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια για τη μεταφορά των πυραύλων S-300 στην Κρήτη, και όχι στην Κύπρο, οι πιέσεις που ασκήθηκαν από τον διεθνή παράγοντα εν όψει της απόφασης για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και όσα διημείφθησαν κατά την κρίσιμη σύσκεψη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη τον Δεκέμβριο του 1998 στην Αθήνα.Μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν
Με την απόρριψη, από την ελληνοκυπριακή πλευρά, του 5ου σχεδίου Ανάν και την έγκρισή του από την τουρκοκυπριακή, η άποψη του διεθνούς παράγοντα, δυστυχώς, βελτιώθηκε ουσιαστικά υπέρ της τουρκικής πλευράς και άλλαξε αρνητικά σε βάρος τής ελληνοκυπριακής. Δηλαδή, ο διεθνής παράγοντας, τώρα, έχει τη γνώμη ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά διαθέτει την πολιτική βούληση για συναινετική λύση του κυπριακού. Είναι γι’ αυτό το λόγο που τόσο τα Ηνωμένα Εθνη όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητούν άρση της απομόνωσης της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου».
Όλες οι ενέργειές τους προς αυτή την κατεύθυνση αποδεικνύουν ότι θεωρούν πως αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση, από την τουρκοκυπριακή πλευρά, των νομίμων λιμανιών και αεροδρομίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και αυτό, προφανώς επειδή γνωρίζουν ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν θα αποδεχόταν τέτοια διευθέτηση, γιατί αυτή θα σήμαινε αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας – θέση που ούτε θέλουν αλλά και ούτε και μπορούν να επιβάλουν στην τουρκοκυπριακή πλευρά, εφόσον η επιδιωκόμενη λύση είναι η ομοσπονδία μέσω διαπραγματεύσεων και κατόπιν συναίνεσης των δύο πλευρών.
Για όσο χρόνο συνεχίζεται το status quo η επιμονή των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για άρση της απομόνωσης της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» μεγιστοποιεί τον κίνδυνο αναγνώρισης της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» ως νόμιμου καθεστώτος, αλλά χωρίς κυριαρχία. Σε περίπτωση μιας τέτοιας αναγνώρισης, την οποία απευχόμαστε, Ηνωμένα Έθνη και Ευρωπαϊκή Ένωση θα θεωρούν νόμιμη τη λειτουργία των λιμανιών και των αεροδρομίων στα κατεχόμενα και νόμιμες τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές του καθεστώτος με άλλα κράτη.
Μέχρι σήμερα, ο διεθνής παράγοντας δεν αναγνωρίζει νομική υπόσταση στο τουρκοκυπριακό καθεστώς. Το αντιμετωπίζει, απλώς, ως ένα de facto καθεστώς. Μόνο η Τουρκία το αναγνωρίζει σαν «κυρίαρχο κράτος».
Στο σημείο αυτό διευκρινίζω ότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει τη νομιμότητα de facto καθεστώτων που έχουν μεγάλη διάρκεια στον χρόνο, χωρίς να τα αναγνωρίζει ως κράτη με κυριαρχία. (Ιδέ International Law του καθηγητή George Schwazenberger του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.)
Δυστυχώς, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κίνδυνος αναγνώρισης της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» ως νόμιμου καθεστώτος χωρίς κυριαρχία είναι, ήδη, μεγάλος, αν δώσουμε και πολιτικές ερμηνείες σε κάποιες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι:
α) Το de facto καθεστώς στην υπό τουρκική κατοχή περιοχή είναι μια διοίκηση υποτελής στην Τουρκία.
β) Στην υπό τουρκική κατοχή περιοχή πρέπει να λειτουργήσει ένα πρωτογενές όργανο στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι, που έχουν περιουσίες εκεί, θα πρέπει να απευθύνονται για θέματα επανάκτησης της περιουσίας τους ή λήψης αποζημίωσης και μόνο κατ’ έφεση θα μπορούν να προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε αντίθεση με το τι ίσχυε προηγουμένως.
Οι πιο πάνω αποφάσεις σημαίνουν ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων άρχισε να αναγνωρίζει, ήδη, νομική οντότητα στην υποτελή στην Τουρκία διοίκηση (ψευδοκυβέρνηση), στην υποτελή στην Τουρκία ψευδοβουλή και στο πρωτογενές όργανο, την ίδρυση του οποίου έχει εισηγηθεί με αρμοδιότητα την «εκδίκαση» περιουσιακών υποθέσεων. Δηλαδή, άρχισε να αναγνωρίζει νομική υπόσταση σε τρεις μορφές «εξουσίας» στα κατεχόμενα (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική). Οπως, δε, είναι γνωστό, η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία αποτελούν τα τρία βασικά στοιχεία που πρέπει να διακρίνουν ένα σύγχρονο κράτος.
Όλο το παρασκήνιο των επαφών για την αναβολή των δημοψηφισμάτων για το Σχέδιο Αναν :
Μετά την υποβολή του 5ου σχεδίου του Γενικού Γραμματέα είχα διαδοχικές συναντήσεις, στην οικία μου, με τους εκπροσώπους της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών Κίραν Πρέντεργκαστ, αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα για Πολιτικές Υποθέσεις, και Ντε Σότο, αναπληρωτή ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα για το κυπριακό, καθώς και με τους εκπροσώπους των εμπλεκομένων χωρών Σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ, ειδικό αντιπρόσωπο της Βρετανίας για το κυπριακό, Τόμας Γουέστον, ειδικό συντονιστική του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για το κυπριακό, Λη Πάρκερ, ύπατο αρμοστή της Βρετανίας στην Κύπρο και Μάικλ Κλόσσον, πρέσβη των ΗΠΑ στην Κύπρο. Σε όλους επεσήμανα και τόνισα εμφαντικά ότι το 5ο σχέδιο Ανάν αν υποβαλλόταν σε δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί και εγκριθεί από τους Ελληνοκύπριους. Τους είπα ότι προσωπική μου εισήγηση ήταν να αναβληθούν τα δημοψηφίσματα για να συνεχισθούν οι συνομιλίες με σκοπό α) τη βελτίωση βασικών προνοιών του σχεδίου υπέρ της ελληνοκυπριακής κοινότητας και β) την περαιτέρω, αναγκαία, διευκρίνιση άλλων προνοιών, οι οποίες επιδέχονταν διαφορετικές ερμηνείες.
Δυστυχώς, η απάντηση των συνομιλητών μου ήταν ότι δεν υπήρχε χρόνος για αναβολή και ότι κάποιες αλλαγές θα μπορούσαν να επιτευχθούν μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Διευκρίνισαν ότι οι αλλαγές που θα μπορούσαν να επιτευχθούν δεν θα έπρεπε να επηρεάζουν αρνητικά την τουρκοκυπριακή κοινότητα, διαφορετικά δεν θα γίνονταν αποδεκτές από αυτή. Αλλαγές που θα ευνοούσαν την ελληνοκυπριακή κοινότητα σε βάρος τής τουρκοκυπριακής θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με ανταλλάγματα, με τη μέθοδο πάρε – δώσε.
* Ρεαλιστικές προσδοκίες
Την εκτίμησή μου ότι το 5ο σχέδιο Ανάν θα απορριπτόταν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία πίστευε πως το σχέδιο θα έπρεπε να βρισκόταν πιο κοντά στις ρεαλιστικές προσδοκίες της, είχα εκφράσει στον κ. Ντε Σότο και στο Μπούργκεστοκ, στην παρουσία του προέδρου του ΑΔΗΚ κ. Ντίνου Μιχαηλίδη.
Από τις συζητήσεις που είχα στην οικία μου με τους προαναφερθέντες εκπροσώπους της Γενικής Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, κατέληξα στο οριστικό συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Γενικός Γραμματέας να αναβάλει την ημερομηνία των δημοψηφισμάτων. Η στερεότυπη απάντησή τους ήταν ότι μια τέτοια εισήγηση θα απορριπτόταν επειδή ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος είχε, ήδη, αποδεχθεί την επιδιαιτησία, το χρονοδιάγραμμα για διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων και τα δημοψηφίσματα. Ταυτόχρονα, όμως, η διαπίστωσή μου ήταν ότι είχαν τη διάθεση να δεχθούν και να προωθήσουν την επαναδιαπραγμάτευση κάποιων προνοιών, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με σκοπό τη βελτίωσή τους υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς, νοουμένου ότι οι νέες πρόνοιες δεν θα επηρέαζαν αρνητικά την τουρκοκυπριακή πλευρά..
Εκείνη η πρόθεσή τους επιβεβαιώθηκε μετά τα δημοψηφίσματα, όταν ζήτησαν από την ελληνοκυπριακή πλευρά να υποβάλει προτάσεις για αλλαγές προκειμένου να αποδεχθεί το σχέδιο.
Οταν, μετά από αρκετό καιρό, η δική μας πλευρά υπέβαλε προτάσεις για αλλαγές, ο διεθνής παράγοντας δεν αντέδρασε θετικά επειδή τις θεώρησε σαν προτάσεις για εξ υπαρχής επαναδιαπραγμάτευση του σχεδίου.
Η προσέγγιση της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας κ. Κώστα Καραμανλή, όπως εκφράστηκε στη δήλωσή του της 15ης Απριλίου 2004, δηλαδή 9 ημέρες πριν από τα δημοψηφίσματα, ταυτιζόταν με τη δική μου. Υπενθυμίζω τα βασικά σημεία εκείνης της δήλωσης του κ. Καραμανλή: Το 5ο σχέδιο Ανάν περιλάμβανε θετικά και αρνητικά για τη δική μας πλευρά στοιχεία, αλλά οι αδικίες δεν θα έπρεπε να μας εμποδίσουν να κοιτάξουμε μακροπρόθεσμα. Οφείλαμε να αξιοποιήσουμε τα θετικά στοιχεία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δυναμικής και πραγματικότητας, η οποία μπορούσε να αμβλύνει τα αρνητικά, με αποτέλεσμα τα θετικά να μπορούν να αποδειχθούν υπέρτερα των αρνητικών.
Με τη δική μου προσέγγιση ταυτιζόταν, επίσης, και εκείνη του ΠαΣοΚ και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Γιώργου Παπανδρέου.
* Υποστήριξη του σχεδίου
Όταν, τελικά, διαπίστωσα ότι ο διεθνής παράγοντας ήταν ανένδοτος στην απόρριψη της εισήγησης για αναβολή των δημοψηφισμάτων, διαμόρφωσα τη θέση μου για υποστήριξη του σχεδίου συνεκτιμώντας α) τις ευνοϊκές προοπτικές που θα δημιουργούσε η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για απάμβλυνση των αρνητικών στοιχείων του σχεδίου, β) την πρόθεση τού διεθνούς παράγοντα για βελτίωση προνοιών του σχεδίου υπέρ της δικής μας πλευράς μετά την ένταξη και γ) τους κινδύνους από την παράταση της εκκρεμότητας του κυπριακού, μερικοί από τους οποίους, δυστυχώς, βλέπουμε ότι γίνονται πραγματικότητα – όπως είναι, για παράδειγμα, ο οικοδομικός οργασμός πάνω στις ελληνοκυπριακές περιουσίες, η νομική διεκδίκηση από τους Τουρκοκυπρίους των περιουσιών τους στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αλματώδης περαιτέρω αύξηση του αριθμού των εποίκων και η διαφαινόμενη αναγνώριση νομικής οντότητας της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου», για άρση της απομόνωσής της, έστω και χωρίς αναγνώριση κυριαρχίας.
Είναι η πεποίθησή μου ότι σε μια μελλοντική λύση του κυπριακού προβλήματος, την οποία επειγόντως πρέπει να αναζητήσουμε, μπορούμε να επιδιώξουμε και να πετύχουμε, προς όφελος της δικής μας πλευράς, καλύτερες πρόνοιες για τις ακόλουθες, μεταξύ άλλων, πτυχές: Αριθμός εποίκων που θα παραμείνουν στην Κύπρο, εδαφική έκταση των καντονίων, αριθμός προσφύγων που θα επιστρέψουν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, χρονοδιάγραμμα για μείωση του χρόνου απόσυρσης των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, οι διευθετήσεις για τις περιουσίες.
Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε ότι πρόνοιες μπορούν να βελτιωθούν προς όφελος της δικής μας πλευράς, χωρίς να δώσουμε ανταλλάγματα, στις περιπτώσεις, βέβαια, που οι αλλαγές θα επηρεάζουν αρνητικά κάποια δικαιώματα τα οποία έχουν ήδη αναγνωρισθεί στην άλλη πλευρά.
Η σύσκεψη στην Αθήνα υπό την προεδρία του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη για τη μεταφορά των πυραύλων S-300
Τον Δεκέμβριο του 1998 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη για το θέμα των πυραύλων. Τον ίδιο μήνα, ύστερα από πολλές προσπάθειες των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου, ξεκαθάρισε ότι η Κύπρος μπορούσε να προχωρήσει σε ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού, νοουμένου ότι η δική μας πλευρά δεν θα έφερε την ευθύνη για τη μη επίτευξη λύσης.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ στο θέμα της σύσκεψης των Αθηνών για τους S-300.
Λόγω των πιέσεων, από παντού, τόσο προς την Κύπρο όσο και προς την Ελλάδα για το θέμα των πυραύλων, οι δύο κυβερνήσεις καταλήξαμε από κοινού ότι έπρεπε να συναντηθούμε για να αποφασίσουμε για τους περαιτέρω χειρισμούς.
Προτού αναχωρήσω για την Αθήνα, συζήτησα κατ’ ιδίαν με τους αρχηγούς των κυπριακών κομμάτων για να πληροφορηθώ τις τελικές σκέψεις και θέσεις τους. Εκτός από τους προβληματισμούς ενός αρχηγού κόμματος, οι υπόλοιποι τάσσονταν υπέρ της μεταφοράς των πυραύλων στην Κύπρο.
Μετέβην στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Ι. Κασουλίδη, τον υπουργό Αμυνας κ. Γ. Ομήρου, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο κ. Χρ. Στυλιανίδη και τον υφυπουργό κ. Π. Κούρο. Η συνάντηση με τον Πρωθυπουργό θα πραγματοποιείτο στις 12 το μεσημέρι της 17ης Δεκεμβρίου 1998 στο Μέγαρο Μαξίμου και θα ακολουθούσε γεύμα εργασίας.
Γύρω στις 9 το πρωί είχα τηλεφώνημα από τον κ. Κούρο, ο οποίος μου ανέφερε ότι ήθελε να με δει επειγόντως ο κ. Ομήρου για να μου μεταφέρει μήνυμα από τον υπουργό Εθνικής Αμυνας της Ελλάδας κ. Α. Τσοχατζόπουλο, με τον οποίο είχε συναντηθεί νωρίτερα. Τους είπα να έλθουν στο δωμάτιό μου. Το μήνυμα που μου μετέφερε ο κ. Ομήρου ήταν ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος, στη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, θα υποστήριζε τη δική μας θέση, δηλαδή οι πύραυλοι να μεταφερθούν στην Κύπρο.
Στη σύσκεψη, πέραν του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη, παρευρίσκονταν ο υπουργός Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλος, ο υπουργός Άμυνας κ. Α. Τσοχατζόπουλος, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κ. Γ. Παπανδρέου και ο υφυπουργός Εξωτερικών αείμνηστος Γ. Κρανιδιώτης.
Ο Πρωθυπουργός έδωσε τον λόγο σε μένα. Μίλησα για περίπου 30 λεπτά, επεξηγώντας τους λόγους για τους οποίους έπρεπε οι πύραυλοι να μεταφερθούν στην Κύπρο. Αρχικά αναφέρθηκα στους στρατιωτικούς λόγους. Τόνισα ότι χωρίς τους πυραύλους η αντιαεροπορική άμυνά μας θα ήταν διάτρητη και η γενικότερη αμυντική ικανότητά μας αποδυναμωμένη, παρά τις προσπάθειες που είχαμε καταβάλει για την ενίσχυσή της στον μέγιστο βαθμό. Πρόσθεσα ότι η μη μεταφορά των πυραύλων στην Κύπρο θα προκαλούσε απογοήτευση, κλονίζοντας το αναβαθμισμένο φρόνημα του κυπριακού ελληνισμού. Τέλος, υπογράμμισα ότι θα χάναμε ένα ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις μας για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τις λεπτομερείς επεξηγήσεις μου, μίλησε ο κ. Σημίτης, που παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση ήταν αντίθετη στη μεταφορά των S-300 στην Κύπρο.
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο κ. Πάγκαλος, ο οποίος είπε ότι το υπουργείο του δεν είχε ενημερωθεί για την παραγγελία των πυραύλων και ότι πολλές φορές τόσο ο ίδιος όσο και οι διπλωμάτες του υπουργείου σε συναντήσεις τους με ξένους διπλωμάτες έμειναν εκτεθειμένοι. Τόνισε ότι τα υπουργεία Αμυνας δεν έπρεπε να χειρίζονται τόσο μεγάλης σημασίας θέματα, τα οποία είχαν πολιτικές προεκτάσεις. Κατέληξε ότι οι πύραυλοι δεν έπρεπε να μεταφερθούν στην Κύπρο. Την ίδια θέση υποστήριξαν έντονα και οι Παπανδρέου και Κρανιδιώτης, επεξηγώντας επιπροσθέτως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στις επαφές τους με συναδέλφους τους στην Ευρώπη.
Όταν ο κ. Τσοχατζόπουλος πήρε τον λόγο, είπε ότι οι επιτελείς του υπουργείου του, σταθμίζοντας, σε ειδική σύσκεψη, όλους τους παράγοντες, κατέληξαν στη θέση ότι οι πύραυλοι θα έπρεπε να μεταφερθούν στην Κρήτη, έτσι ώστε, σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, εφόσον ήταν μεγάλου βεληνεκούς, να καλύπτουν τις πτήσεις των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων από την Κρήτη στην Κύπρο.
Μετά τις τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του, πήρα ξανά τον λόγο. Επανέλαβα, εν συντομία, τις θέσεις και τα επιχειρήματά μου και πρότεινα, ως συμβιβαστική λύση, να μεταφερθούν οι πύραυλοι στην Κύπρο, να παραμείνουν στα κιβώτια και να τους χρησιμοποιήσουμε ως διαπραγματευτικό χαρτί στις προσπάθειές μας για προώθηση των διαδικασιών επίλυσης του Κυπριακού και για την πορεία ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτή η συμβιβαστική πρότασή μου συνάντησε την ίδια θέση του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του, δηλαδή οι πύραυλοι να μεταφερθούν στην Κρήτη.
Ο κ. Σημίτης όμως, αντιλαμβανόμενος τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν λόγω της απόφασης που ελήφθη, μου ανέφερε ότι ήταν έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη και να επιμερισθεί το πολιτικό κόστος της απόφασης.
Σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, αφού ευχαρίστησα τον Πρωθυπουργό για την πρότασή του, ανέφερα ότι ήμουν έτοιμος ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας να αναλάβω την ευθύνη της μη μεταφοράς των πυραύλων στην Κύπρο, επειδή δεν ήθελα να διασαλευθούν οι άριστες σχέσεις που με πολλή προσπάθεια και από τις δύο πλευρές είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των κυβερνήσεων Κύπρου – Ελλάδας, αλλά και για να μην τραυματισθεί το κύρος της Ελλάδας στην Κύπρο. Μετά την τοποθέτησή μου αυτή ο κ. Σημίτης μού πρότεινε να κάνουμε από κοινού δήλωση. Του είπα ότι δεν έπρεπε να γίνει οποιαδήποτε δήλωση προτού επιστρέψω στην Κύπρο και ενημερώσω τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου.
Μετά την επιστροφή μου στην Κύπρο συγκάλεσα σύσκεψη του Εθνικού Συμβουλίου και ενημέρωσα τα μέλη του λεπτομερώς για τη συζήτηση στη σύσκεψη των Αθηνών και τις αποφάσεις που ελήφθησαν, καταλήγοντας ότι, τελικά, οι πύραυλοι θα μεταφέρονταν στην Κρήτη. Δεν θα αναφερθώ στις θέσεις που διετύπωσαν τα κόμματα γιατί αυτές είναι γνωστές και από δηλώσεις των αρχηγών και εκπροσώπων τους προς τα ΜΜΕ, κατά την αναχώρησή τους από το Προεδρικό Μέγαρο μετά τη σύσκεψη, αλλά και από δηλώσεις τους μετά την ενημέρωση των συλλογικών οργάνων τους.
Μετά τη σύσκεψη των μελών του Εθνικού Συμβουλίου, επικοινώνησα με τον Πρωθυπουργό και τον ενημέρωσα για τα γεγονότα, καθώς και για την απόφασή μου να αναλάβω εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τη μη μεταφορά των πυραύλων στην Κύπρο. Ο κ. Σημίτης με ευχαρίστησε και έδωσε εντολή να εκδοθεί ανακοίνωση που να υποστηρίζει τη θέση μου.
tovima.gr
ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ στο DISQUS, ΤΣΑΜΠΑ ΕΙΝΑΙ!:
0 ΣΧΟΛΙΑ:
«Σεβαστείτε για να σας σεβαστούν»
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.