«Οι πρόσφυγες σκοτώθηκαν, επειδή ήταν πρόσφυγες». («Η αντιμετώπιση των προσφύγων στην Ελλάδα», εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17/09/2011). |
Πριν από ένα σχεδόν αιώνα, το 1922, ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Γέμισαν τότε «hot spots» και καταυλισμούς προσφύγων τα νησιά, τα λιμάνια και πολλά μέρη της χώρας.
Όμως ο ρατσισμός κατά των προσφύγων δενείναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Ο αρχικός εκνευρισμός, που ένιωσαν οι ντόπιοι για τους μικρασιάτες, σύντομα πήρε τη μορφή εχθρότητας. Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων, που θεωρούνταν ανεπιθύμητοι, αποτέλεσε γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά. Οι βρισιές «τουρκόσποροι», «σκατο-ογλούδες», «παλιο-αούτηδες» κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη τόσο από τον απλό λαό όσο κι από τους πολιτικούς, αλλά κι από τις εφημερίδες. Δεν υπήρξε συμπάθεια ούτε καν απάθεια. Υπήρξε αντιπάθεια, η οποία σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε σε ακρότητες εναντίον τους.
Η Μπάφρα βρίσκεται στην βόρεια Τουρκία, στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Είναι μια πόλη με 85.000 κατοίκους, στην οποία μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ζούσαν και πληθυσμοί, που αποτελούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους πολίτες της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, άλλοι εκ των οποίων μιλούσαν rumca (romeyka, όπως τα αποκαλούσαν οι ίδιοι ή ποντιακά, όπως τα λένε στην Ελλάδα) κι άλλοι τούρκικα. Μετά τη συμφωνία της Λωζάννης, πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν την περιοχή και μετεγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.Οι περισσότεροι, αφού έφτασαν εδώ, επέλεξαν ή «ενθαρρύνθηκαν» από το κράτος να επιλέξουν ως τόπο εγκατάστασής τους το τμήμα της Μακεδονίας, που είχε αποσπαστεί από την οθωμανική αυτοκρατορία κι ενταχθεί στην Ελλάδα μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα. Στον «κενό» εκείνο χώρο και συγκεκριμένα στο νομό Σερρών ίδρυσαν ένα χωριό, το οποίο ονόμασαν Νέα Μπάφρα.
Οι ρωμιοί όμως κάτοικοι των γύρω περιοχών δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι κι ο λόγος ήταν, ότι οι μπαφραλήδες ήταν μεν ορθόδοξοι, πλην όμως τουρκόφωνοι.
Ένα μίνι αντιποντιακό πογκρόμ, ξέσπασε το 1924 σε ένα προσφυγικό καταυλισμό στο (μετέπειτα) χωριό Νέα Μπάφρα του νομού Σερρών. Δράστες της αντιπροσφυγικής επίθεσης ήταν τα μέλη μιας αυτοσχέδιας ένοπλης πολιτοφυλακής, που συγκρότησαν οι κιουπκιολήδες — με την έννοια του τοπωνυμικού και όχι του οικογενειακού επίθετου, δηλαδή οι κάτοικοι του χωριού Κιούπκιοϊ / Πρώτης Σερρών.
Αποτελεί αξιοπερίεργη ειρωνεία της τύχης, ότι αυτό το μίνι πογκρόμ συντελέστηκε υπό τη φωτισμένη ηγεσία του δάσκαλου στο σχολείο της περιοχής, ο οποίος έφερε ένα επίθετο δηλωτικό εθνοτικής καταγωγής από τη Μικρά Ασία και μάλιστα από μια περιοχή αποκλειστικά τουρκόφωνων ρωμιών: Ο δάσκαλος αυτός ονομαζόταν Γεώργιος Καραμανλής και δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του μετέπειτα υπουργού συντονισμού, πρωθυπουργού, προέδρου της δημοκρατίας και πρωτεργάτη της ένταξης της Ελλάδας στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αυτοσχέδιου «εθνάρχη» / milletbaşι για τους οπαδούς του. (Ο εθναρχισμός, που ιστορικά παραπέμπει στην εξουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης επί των ορθοδόξων χάρη στα προνόμια, που του είχε παραχωρήσει η οθωμανική πολιτική εξουσία, είναι φαινόμενο της οθωμανικής πραγματικότητας, και μάλιστα, ως προς τη θεσμική του λειτουργία, φαινόμενο κατεξοχήν του 19ου αιώνα). Η οικογένεια του οποίου έχει καταγωγή από την επαρχία Καραμάν (εξού και η Καραμανλήδεια γραφή)...
Οι κιουπκιολήδες λοιπόν, αποφάσισαν να δώσουν ένα καλό μάθημα στους νεοφερμένους στα μέρη τους μπαφραλήδες ήδη την πέμπτη μέρα μετά την εγκατάστασή τους στην «μητέρα πατρίδα», ώστε να ξέρουν στο εξής ποιος κάνει κουμάντο εδώ και ποια είναι η θέση, που προβλέπεται γι' αυτούς.
Μία λεπτομερής περιγραφή αυτού του «καψονιού», της τελετής μύησης των νεοσύλλεκτων στο στρατόπεδο του ελληνικού έθνους-κράτους, έχει αποτυπωθεί σε ένα επεισόδιο της ιστορικής σειράς της ΕΤ3 με τίτλο «Μνήμη μου σε λένε Πόντο».
Όσα ακολουθούν είναι κατά λέξη απομαγνητοφώνηση της κατάθεσης δύο ηλικιωμένων σήμερα αυτοπτών μαρτύρων ─και θυμάτων─ του περιστατικού: του Σάββα Κοτσέρογλου, ο οποίος μιλά απλώς με την ιδιότητα του «κατοίκου Νέας Μπάφρας Σερρών» και του Γιώργου Αντωνιάδη, ο οποίος αναφέρεται επιπλέον και ως «συγγραφέας».
Αντωνιάδης : [Οι πρόγονοί μας] ήρθανε εδώ στο ʽ24, πρώτα στην Αίγινα. Τους είχαν σε καραντίνα. Από εκεί τους πήγαν στο νησί Άγιο Γεώργιο, μετά στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, από εκεί στο Χαρμάνκιοϊ, όπως λέγανε, Κορδελιό και λοιπά. Όλο αυτό κράτησε γύρω στους εφτά-οχτώ μήνες. Ήρθαν εδώ τον Αύγούστο, 4 με 5 Αυγούστου, του 1924. Τελικά, φτάσανε 72 οικογένειες. Κάτω έχουμε τα πλατάνια με το νερό. Πηγαίνει το ποτάμι. Εγκαταστάθηκαν με τα αντίσκηνά τους εκεί.
Εκεί φέρνανε τα ζώα τους το μεσημέρι, για το μεσημεριανό να ποτιστούν, να δροσιστούν κάτω απʼ τα πλατάνια. Όταν είδαν τις σκηνές, πήγαν ειδοποίησαν τους κιουπκιολήδες. Τους πρωταίους. Έρχεται μία αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Καραμανλή. Εγώ, για να λέμε και την... αυτή, δεν είμαι αντίθετος με τον Καραμανλή, δουλεύω πολύ καλά μαζί τους και λοιπά, αλλά...
Ο πατέρας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Γεώργιος Καραμανλής, ήταν δάσκαλος. Παίρνει μια ομάδα ανθρώπων και έρχεται εδώ, περικυκλώνουν το χωριό, με αξίνες, φτυάρια, με δίκαννα όπλα, ο,τιδήποτε. Αρχίζουν και βάζουν φωτιές στα αντίσκηνα. Βγήκε μπροστά ο παπάς μας. Ο παππούς είχε έρθει απ' τον Πόντο, απ' τα βουνά, αντάρτης κι αυτός είχε καταφύγει στα βουνά, ήταν από δω. Βγήκε στο δρόμο να τους παρακαλέσει. Και τους λέει: «Γυναικόπαιδα είναι! Οι άντρες στα χωριά, παν να ψάξουνε σπίτια και λοιπά». Τον χτυπήσανε, τον δείρανε, τον τραυματίσανε βαριά, και τον έσερναν από το ράσο.
Κοτσέρογλου : Καθήσαμε εδώ, στα νερά κοντά. Και αντίσκηνα δεν είχαμε. Κάτι κιλίμια, κάτι τσουβάλια, με τέτοια πράματα. Καθήσαμε, δύο βραδιές, τρεις βραδιές. Πέμπτη βραδιά, οι πρωταίοι σηκώνονται απ' εκεί, με τα τσεκούρια, με τα πριόνια, έρχονται, μας κυνηγάνε. Τους γονείς μας! Εγώ ήμουνα μικρός. Πήρα τη μάνα μου απ το χέρι και έτρεχα από πίσω. Μεγάλος δηλαδή ήμουνα [χειρονομώντας δείχνει στον αέρα το σημείο, όπου έφτανε το μπόι του τότε], αλλά όσο να πεις, βοήθεια ήθελα. Και που λες, κυνήγησαν τον μπαμπά μου, τον χτύπησαν στο κεφάλι. Έναν άλλον θείο εδώ, Μουχαήλ τον λέγανε, έσπασαν το κεφάλι του.
Αντωνιάδης : Κάψαν όλες τις σκηνές. Βιάσανε γυναίκες! Κοπέλες. Έχω αφηγήσεις! Και τις έχω... αυτές... αν μου πουν δηλαδή, αν με φέρουν σε αυτή... να τους πω, η τάδε γυναίκα, η τάδε γυναίκα, η τάδε. Βιάσανε γυναίκες. Όλο το χωριό, όλες οι σκηνίτες, όπως ήρθαν εδώ, αναγκάστηκαν και φύγανε, προς τον κάμπο κι από εκεί πήγαν στο γειτονικό χωριό, στο αστυνομικό τμήμα, στο Φωτολίβος, υπήρχε σταθμός. Εκεί ανέφεραν το γεγονός.
Κοτσέρογλου : Είχαμε έναν, αγράμματος ήταν, αλλά είχε προφορά. Γλώσσα είχε, πώς τα λένε. Δικηγόρος δεν μπορούσε να μιλήσει έτσι. Όταν πήγαν εκεί στα δικαστήρια και είπαν: «Εμάς τούρκοι να μας κυνηγήσουν. Έλληνες εγίναμε και ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα κι αυτοί μας κυνηγάνε! Τι θα γίνει; Εμείς πού θα πάμε; Καλύτερα μαζέψτε μας... στη θάλασσα ρίξτε μας».
Αντωνιάδης : Κατ' αυτόν τον τρόπο έγινε και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι δικοί μας μετά εδώ, με την προστασία τον στρατού, της χωροφυλακής και τον εισαγγελέως. Γίναν πολλά δικαστήρια.
Η αφήγηση αυτή, κατά την οποία εμφανίζονται «Έλληνες να καταδιώκουν Έλληνες» και να τους αντιμετωπίζουν ως ξένους, σήμερα ηχεί η ίδια —ακριβώς— ξένη. Δηλαδή, ξενίζει, σκανδαλίζει, και μας ωθεί αυθόρμητα να θεωρήσουμε απολύτως εύλογο το παράπονο και την αγανάκτηση του ελληνομαθούς ποντίου, για το γεγονός, ότι τον διώκουν όχι μόνο οι «Τούρκοι», πράγμα, το οποίο τέλος πάντων το χωράει το μυαλό του, αλλά και οι «Έλληνες».
Με αποσπάσματα από το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη: "Εμείς οι έποικοι", έκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2014.
ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ στο DISQUS, ΤΣΑΜΠΑ ΕΙΝΑΙ!:
0 ΣΧΟΛΙΑ:
«Σεβαστείτε για να σας σεβαστούν»
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.